- ἐνεχυριμαῖον
- ἐνεχῠρ-ιμαῖον,A = ἐνέχυρον, censured by Phryn.342.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενεχύριος — ἐνεχύριος, ον και ενεχυριμαῑος, α, ον (Α) [ενέχυρον] 1. αυτός που δίδεται ή λαμβάνεται ως ενέχυρο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνεχύριον ή τὸ ἐνεχυριμαῑον το ενέχυρο … Dictionary of Greek